- ὑμνήσιος
ὑμνήσιος, = ὑμνητός, Ael. H. A. 12, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑμνήσιος, = ὑμνητός, Ael. H. A. 12, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υμνήσιος — ον, Α [ὕμνησις] υμνητός … Dictionary of Greek
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek