- ἑξά-πεζος
ἑξά-πεζος, mit sechs Füßen (πέζα), Lycophr. 176.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑξά-πεζος, mit sechs Füßen (πέζα), Lycophr. 176.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύπεζος — εὔπεζος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεζος (< πέζα «πόδι»), πρβλ. εξά πεζος, τετρά πεζος] … Dictionary of Greek
τετράπεζος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πεζος (< πέζα* < *πεδjα, δωρ. τ. τής λ. πούς), πρβλ. ἑξά πεζος] … Dictionary of Greek