ἑξά-πωλος

ἑξά-πωλος

ἑξά-πωλος, mit sechs Rossen, ἅρμα Hdn. 5, 6, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τετράπωλος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει τέσσερεις ίππους («τετράπωλον ἅρμα», Μαλάλ. Ι.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράπωλον το τέθριππο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πῶλος (πρβλ. ἑξά πωλος)] …   Dictionary of Greek

  • τρίπωλος — ον, Α (για άρμα ή άλλο όχημα) αυτός που σύρεται από τρία άλογα («ἅρματα τρίπωλα», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πῶλος (πρβλ. ἑξά πωλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”