- ἑξά-πεδος
ἑξά-πεδος, sechsfüßig, Her. 2, 149.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑξά-πεδος, sechsfüßig, Her. 2, 149.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οκτάπεδος — ὀκτάπεδος, ον (α) (δωρ. τ.) οκτάπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πεδος (< πέζα, δωρ. τ. για τη λ. πους), πρβλ. εξά πεδος] … Dictionary of Greek
οκτωκαιδεκάπεδος — ὀκτωκαιδεκάπεδος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος δεκαοκτώ ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + πεδος (< πέζα, δωρ. τ. για τη λ. πούς), πρβλ. εξά πεδος] … Dictionary of Greek