- ὑαλίτης
ὑαλίτης, ὁ, fem. ὑαλῖτις, zum Glase gehörig; γῆ, ψάμμος, Glaserde, Theophr., Strab. 16, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑαλίτης, ὁ, fem. ὑαλῖτις, zum Glase gehörig; γῆ, ψάμμος, Glaserde, Theophr., Strab. 16, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υαλίτης — ο, Ν (ορυκτ.) άμορφο ορυκτό διοξείδιο τού πυριτίου, ποικιλία τού οπαλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyalite <ύαλος + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek