- ὑαλοῦς
ὑαλοῦς, ῆ, οῦν, zusammengezogen statt ὑάλεος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑαλοῦς, ῆ, οῦν, zusammengezogen statt ὑάλεος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υαλούς — και ὑελοῡς, ῆ, οῡν, και ασυναίρετος τ. ὑάλεος και υελέος, έα, ον, Α 1. γυάλινος («ὑαλέην οἰνοδόκον κύλικα», Ανθ. Παλ.) 2. λαμπρός, διάφανος σαν το γυαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + κατάλ. εος / οῦς (πρβλ. χρύσ εος / οῦς). Η λ. απαντά πιθ. και… … Dictionary of Greek
ὑαλοῦς — ὑάλεος of glass masc acc pl (attic epic) ὑάλεος of glass masc nom sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοπίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τριόφθαλμος εἶναι ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τριοττίς κατ επίδραση τού θ. οπ τού ὄπωπα*, αν δεν πρόκειται για εσφ. τ.] … Dictionary of Greek
υάλεος — έα, ον, Α βλ. ὑαλοῡς … Dictionary of Greek
υελέος — έα, ον, και συνηρ. τ. ὑελοῡς, ῆ, οῡν, Α βλ. ὑαλοῡς … Dictionary of Greek
υελούς — ῆ, οῡν, Α βλ. ὑαλοῡς … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek