- ὑαλίζω
ὑαλίζω, dem Glase ähneln, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑαλίζω, dem Glase ähneln, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υαλίζω — και ὑελίζω Α [ὕαλος / ὕελος] είμαι στιλπνός, λάμπω σαν το γυαλί, γυαλίζω … Dictionary of Greek
ὑαλίζον — ὑαλίζω to be green like glass pres part act masc voc sg ὑαλίζω to be green like glass pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑαλίζουσιν — ὑαλίζω to be green like glass pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑαλίζω to be green like glass pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑαλίζοντος — ὑαλίζω to be green like glass pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑαλίζουσα — ὑαλίζω to be green like glass pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυαλίζω — και γιαλίζω 1. κάνω κάτι στιλπνό σαν γυαλί 2. στιλβώνω 3. εξαγοράζω κάποιον με χρήματα 4. είμαι στιλπνός, λάμπω 5. διατηρώ την ομορφιά μου 6. (για καρπούς) ωριμάζω 7. φρ. α) «γυαλίζουν τα μάτια του» είναι τρελός ή μεθυσμένος ή ετοιμοθάνατος β)… … Dictionary of Greek
υελίζω — Α βλ. ὑαλίζω … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek