- ὑδρηλός
ὑδρηλός, wässerig, feucht, naß; λειμῶνες, Od. 9, 133; Σάμος, H. h. Apoll. 41; νέφη, Aesch. Suppl. 774; σταγόνες, Eur. Suppl. 206; aber auch κρωσσοί, Wasserkrüge, Cycl. 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρηλός, wässerig, feucht, naß; λειμῶνες, Od. 9, 133; Σάμος, H. h. Apoll. 41; νέφη, Aesch. Suppl. 774; σταγόνες, Eur. Suppl. 206; aber auch κρωσσοί, Wasserkrüge, Cycl. 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρηλός — watery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρηλός — ή, όν, ΜΑ αυτός που περιέχει νερό ή ο μαλακός από υγρασία, νοτισμένος αρχ. υδρευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ τού ὕδωρ* + επίθημα ηλός (πρβλ. ὑπν ηλός)] … Dictionary of Greek
ὑδρηλά — ὑδρηλός watery neut nom/voc/acc pl ὑδρηλά̱ , ὑδρηλός watery fem nom/voc/acc dual ὑδρηλά̱ , ὑδρηλός watery fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρηλοτέρων — ὑδρηλός watery fem gen comp pl ὑδρηλός watery masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρηλῶν — ὑδρηλός watery fem gen pl ὑδρηλός watery masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρηλόν — ὑδρηλός watery masc acc sg ὑδρηλός watery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρηλαῖς — ὑδρηλός watery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρηλαί — ὑδρηλός watery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρηλοῖς — ὑδρηλός watery masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρηλοῖσι — ὑδρηλός watery masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρηλοί — ὑδρηλός watery masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)