- ὑδρο-μέλαθρος
ὑδρο-μέλαθρος, im Wasser wohnend, ἰχϑύες Emped. 225.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρο-μέλαθρος, im Wasser wohnend, ἰχϑύες Emped. 225.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολβομέλαθρος — ὀλβομέλαθρος, ον (Α) αυτός που έχει πλούσιο οίκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος» + μέλαθρον (πρβλ. υδρο μέλαθρος)] … Dictionary of Greek