- ἑτερό-λεκτος
ἑτερό-λεκτος, von einem Andern gesagt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-λεκτος, von einem Andern gesagt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόλεκτος — ἑτερόλεκτος, ον (Μ) αυτός που έχει ειπωθεί από άλλον. επίρρ... ἑτερολέκτως με άλλα λόγια, διαφορετικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + λεκτός (< λέγω), πρβλ. ιδιό λεκτος] … Dictionary of Greek