- ἑτερό-θηκτος
ἑτερό-θηκτος, auf, einer Seite geschärft, einschneidig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-θηκτος, auf, einer Seite geschärft, einschneidig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόθηκτος — ἑτερόθηκτος, ον (Μ) (για ξίφη) αυτός που έχει ακονισμένη τη μία πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θηκτός < θήγω «ακονίζω, οξύνω»)] … Dictionary of Greek