- ἑτερό-θροος
ἑτερό-θροος, = ἀλλόϑροος, Nonn. D. 2, 172. 365 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-θροος, = ἀλλόϑροος, Nonn. D. 2, 172. 365 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όθροον — ὄθροον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμόφωνον, σύμφωνον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀ * (Ι) + θροος (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. ετερό θροος] … Dictionary of Greek
ετερόθροος — ἑτερόθροος, οον (Α) 1. ξενόγλωσσος, αλλόγλωσσος 2. εκείνος που ηχεί διαφορετικά από πρώτα 3. (για την ηχώ) αυτός που παράγει κι άλλο ήχο, διπλό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θροος (< θρους «θόρυβος, φήμη»)] … Dictionary of Greek