- ἑτερό-βουλος
ἑτερό-βουλος, anderes Willens, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-βουλος, anderes Willens, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόβουλος — ἑτερόβουλος, ον (Μ) αυτός που έχει διαφορετική γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + βουλος (< βουλή) πρβλ. εύ βουλος, κακό βουλος] … Dictionary of Greek