- ἑτερό-μορφος
ἑτερό-μορφος, von verschiedener Gestalt, Ael. N. A. 12, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-μορφος, von verschiedener Gestalt, Ael. N. A. 12, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόμορφος — η, ο (ΑΜ ἑτερόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή διαφορετική από κάποιον άλλο ή απ ό, τι είναι σύνηθες νεοελλ. 1. αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική μορφή 2. εκείνος που έχει τερατογονική διάπλαση, ο τερατόμορφος 3. (για έντομα) αυτός που… … Dictionary of Greek