- ἑτερό-μαλλος
ἑτερό-μαλλος, auf der einen Seite zottig, Strab. V p. 218.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-μαλλος, auf der einen Seite zottig, Strab. V p. 218.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόμαλλος — ἑτερόμαλλος, ον και ἑτερομαλλής, ές (Α) με μαλλί στο ένα από τα δύο μέρη («οἱ τάπητες... πᾱν ἀμφίμαλλόν τε καὶ ἑτερόμαλλον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + μαλλός, πρβλ. δασύ μαλλος] … Dictionary of Greek