ἑτερό-χρονος

ἑτερό-χρονος

ἑτερό-χρονος, von verschiedener Zeit, Rhett.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομοιόχρονος — η, ο (Α ὁμοιόχρονος, ον) 1. αυτός που έχει ίση διάρκεια, ισόχρονος 2. (ειδ. στην προσωδία) αυτός που έχει ίσο χρόνο προφοράς, που έχει την ίδια προσωδία, που διαρκεί το ίδιο στην προφορά με έναν άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + χρόνος (πρβλ. ετερό …   Dictionary of Greek

  • ετερόχρονος — η, ο (Α ἑτερόχρονος, ον) 1. αυτός που είναι διαφορετικός κατά τον χρόνο, αυτός που λαμβάνει υπόσταση σε χρόνο διαφορετικό από τον συνηθισμένο ή τον κανονικό, ο ανισόχρονος, ο ανισοταγής νεοελλ. 1. (για σφυγμό) αυτός που οι παλμοί του γίνονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”