- ἑτερό-χροος
ἑτερό-χροος, zsgzgn -χρους, von anderer Farbe, verschiedenfarbig, Theophr. u. Sp.; ἑτερόχροα φάσματα Nonn. D. 10, 24, der im dat. u. accus. auch ἑτερόχροϊ u. ἑτερόχροα hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-χροος, zsgzgn -χρους, von anderer Farbe, verschiedenfarbig, Theophr. u. Sp.; ἑτερόχροα φάσματα Nonn. D. 10, 24, der im dat. u. accus. auch ἑτερόχροϊ u. ἑτερόχροα hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδανόχρους — ἰδανόχρους, ουν και οος οον (Α) αυτός που έχει ωραία χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδανός + χρους (< χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, ετερό χρονς] … Dictionary of Greek
ιδιόχρους — ουν και, οος, οον (Α ἰδιόχρους, ουν και ἰδιόχροος, οον) ο ιδιόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + χρους (< χροος < χρως, ο «χρώμα»), πρβλ. ετερό χρους, ηδύ χρους] … Dictionary of Greek