- ἑτερό-χροιος
ἑτερό-χροιος, = ἑτερόχροος, Polem. Physiogn. 1, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-χροιος, = ἑτερόχροος, Polem. Physiogn. 1, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόχροιος — ἑτερόχροιος, ον (Α) ετερόχρους, αλλόχρωμος, ποικιλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χροιος (< χροιά), πρβλ. εύ χροιος, λευκό χροιος] … Dictionary of Greek
ιδιόχροιος — ἰδιόχροιος, ον (Α) ο ιδιόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + χροιος (< χροιά), πρβλ. ετερό χροιος, λευκό χροιος] … Dictionary of Greek
λευκόχροιος — λευκόχροιος, ον (Α) λευκόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + χροιος (< χροιά), πρβλ. ετερό χροιος, ιδιό χροιος] … Dictionary of Greek