ἑτερό-φῡλος

ἑτερό-φῡλος

ἑτερό-φῡλος, von einem andern Volk, einer andern Gattung, fremdartig, Ael. H. A. 16, 27; Nicom. arithm. 1, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετερόφυλος — η, ο (ΑΜ ἑτερόφυλος, ον) αυτός που ανήκει σε άλλο φύλο, ο αλλόφυλος, ο αλλοεθνής μσν. νεοελλ. βιολ. αυτός που ανήκει σε είδος τού οποίου το άρρεν εμφανίζει διάπλαση διαφορετική από αυτήν τού θήλεος, αυτός που ανήκει σε άλλο είδος, ο ανόμοιος, ο… …   Dictionary of Greek

  • μονόφυλος — μονόφυλος, ον (Α) αυτός που κατάγεται από ένα γένος, από μία φυλή, άμεικτος, φυλετικά καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερό φυλος] …   Dictionary of Greek

  • μυριόφυλος — μυριόφυλος, ον (Α) αυτός που περιέχει αναρίθμητα φύλα, που διαιρείται σε αναρίθμητες φυλές, σε άπειρα γένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερό φυλος] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόφυλος — ον, Α αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές, αιολόφυλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φυλος (< φῦλον), πρβλ. ετερό φυλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”