- ἑτερό-χρως
ἑτερό-χρως, ωτος, 11 = Vorigem. – 2) ὕπνοι, Luc. Amor. 42, Schlaf mit einem andern Leibe, Beischlaf mit einem Weibe, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-χρως, ωτος, 11 = Vorigem. – 2) ὕπνοι, Luc. Amor. 42, Schlaf mit einem andern Leibe, Beischlaf mit einem Weibe, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομόχρως — ὁμόχρως, ων (Α) ομόχρωμος, ομοχρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χρως (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ετερό χρως, πολύ χρως] … Dictionary of Greek
πολύχρως — ων, Α αυτός που έχει πολλά και ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρως (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ετερό χρως, λευκό χρως] … Dictionary of Greek
ετερόχρως — ἑτερόχρως, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρους 2. (για ύπνο) αυτός που γίνεται με πρόσωπο διαφορετικού φύλου («τοὺς ἑτερόχρωτας ὕπνους καὶ θηλύτητος εὐνὴν γέμουσαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χρως] … Dictionary of Greek
ετερόχρους — ουν (ΑΜ ἑτερόχρους, ουν) αυτός που διαφέρει κατά τον χρωματισμό, αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρωμος αρχ. αυτός που αποτελείται από διάφορα χρώματα, ο παρδαλός, ο ποικιλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο* + χρους (< χρως), πρβλ. μελανό… … Dictionary of Greek
ιδανόχρους — ἰδανόχρους, ουν και οος οον (Α) αυτός που έχει ωραία χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδανός + χρους (< χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, ετερό χρονς] … Dictionary of Greek
ιδιόχρους — ουν και, οος, οον (Α ἰδιόχρους, ουν και ἰδιόχροος, οον) ο ιδιόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + χρους (< χροος < χρως, ο «χρώμα»), πρβλ. ετερό χρους, ηδύ χρους] … Dictionary of Greek