- ἑτερό-φθογγος
ἑτερό-φθογγος, anders tönend, redend, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-φθογγος, anders tönend, redend, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόφθογγος — ἑτερόφθογγος, ον (Α) αυτός που έχει διαφορετική φωνή («ζῴων ἑτεροφθόγγων», Συν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φθόγγος] … Dictionary of Greek