- ἑτερό-στοιχος
ἑτερό-στοιχος, von der andern Reihe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-στοιχος, von der andern Reihe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόστοιχος — ἑτερόστοιχος, ον (Μ) αυτός που ανήκει σε άλλο στοίχο, σε άλλη σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + στοίχος] … Dictionary of Greek