- ἑτερό-στροφος
ἑτερό-στροφος, aus zwei verschiedenen Strophen bestehend, Hephaest.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-στροφος, aus zwei verschiedenen Strophen bestehend, Hephaest.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόστροφος — η, ο (Α ἑτερόστροφος, ον) νεοελλ. αυτός που στρέφεται κατά διεύθυνση αντίθετη από τη συνηθισμένη ή από τη διεύθυνση την οποία ακολουθεί άλλος αρχ. 1. (για ποιήματα) αυτός που αποτελείται από δύο στροφές ποικίλου ρυθμού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ισόστροφος — ἰσόστροφος, ον (Α) 1. (για χορδές) ίσα στριμμένος ή κλωσμένος 2. αντίστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + στροφος (< στροφή < στρέφω), πρβλ. ομοιό στροφος, ετερό στροφος] … Dictionary of Greek