- ἑτερό-στομος
ἑτερό-στομος, nur auf der einen Seite eine Schneide habend, einschneidig, Tim. Lexic. u. a. Sp.; auch ἄγκυρα, Poll. 1, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-στομος, nur auf der einen Seite eine Schneide habend, einschneidig, Tim. Lexic. u. a. Sp.; auch ἄγκυρα, Poll. 1, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόστομος — η, ο (Α ἑτερόστομος, ον) (για κοφτερά όργανα) αυτός που έχει ένα μόνο στόμα (δηλ. κόψη), αυτός που είναι κοφτερός από τη μία μόνο πλευρά, ο μονόκοπος αρχ. 1. (για άγκυρα) αυτός που έχει έναν μόνο όνυχα, δηλ. άγκιστρο, που χώνεται στον θαλάσσιο… … Dictionary of Greek