ὑπέρ-σπουδος

ὑπέρ-σπουδος

ὑπέρ-σπουδος, übermäßig ernsthaft, Poll. 6, 29.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περίσπουδος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλή σπουδή και ζήλο για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπουδος (< σπουδή), πρβλ. υπέρ σπουδος] …   Dictionary of Greek

  • υπέρσπουδος — ον, Α πάρα πολύ σπουδαίος ή, κατ άλλους, πάρα πολύ βιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σπουδος (< σπουδή), πρβλ. περί σπουδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”