- ὑπέρ-σεμνος
ὑπέρ-σεμνος, übermäßig ernsthaft, stolz, Diogen. 2, 91.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπέρ-σεμνος, übermäßig ernsthaft, stolz, Diogen. 2, 91.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
υπερσεμνύω — ΜΑ μσν. επαινώ κάποιον πολύ αρχ. μέσ. ὑπερσεμνύνομαι καυχιέμαι υπερβολικά, κομπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σεμνύνω «επαινώ» (< σεμνός)] … Dictionary of Greek
Καφαντάρης, Γεώργιος — (Φραγκίστα Ευρυτανίας 1873 – Αθήνα 1946). Πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στο Μεσολόγγι και στο Καρπενήσι, ασχολήθηκε παράλληλα με οικονομικές μελέτες και πολιτεύτηκε πρώτη φορά το 1902, ενώ το… … Dictionary of Greek