- ὑπο-νέω
ὑπο-νέω (s. νέω), unter od. darunter schwimmen, Ggstz μετεωρίζειν, Arist. H. A. 9, 48, untertauchen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-νέω (s. νέω), unter od. darunter schwimmen, Ggstz μετεωρίζειν, Arist. H. A. 9, 48, untertauchen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπόνευσον — ὑπό νέω 1 swim aor imperat act 2nd sg ὑπό νεύω incline in any direction aor imperat act 2nd sg ὑπό ὀνεύω draw up with a windlass aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέκνεον — ὑπό , ἐκ νέω swim imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ὑπό , ἐκ νέω swim imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ὑπό , ἐκ νέω 2 spin imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ὑπό , ἐκ νέω 2 spin imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκνεῦσαι — ὑπό , ἐκ νέω swim pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) ὑπό , ἐκ νέω 2 spin pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) ὑπό , ἐκ νέω 3 heap pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) ὑπό ἐκνέω swim out pres part act fem nom/voc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαναπνεῖν — ὑπό , ἀνά , ἀπό νέω swim pres inf act (attic epic doric) ὑπό , ἀνά , ἀπό νέω 1 swim pres inf act (attic epic doric) ὑπό , ἀνά , ἀπό νέω 2 spin pres inf act (attic epic doric) ὑπό , ἀνά ἀπονέω unload pres inf act (attic epic doric) ὑπό ἀναπνέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαναπνεύσαντα — ὑπό , ἀνά , ἀπό νέω 1 swim aor part act neut nom/voc/acc pl ὑπό , ἀνά , ἀπό νέω 1 swim aor part act masc acc sg ὑπό , ἀνά ἀπονεύω bend away from aor part act neut nom/voc/acc pl ὑπό , ἀνά ἀπονεύω bend away from aor part act masc acc sg ὑπό… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκατανένευκε — ὑπό , κατά νέω 1 swim perf imperat act 2nd sg ὑπό , κατά νέω 1 swim perf ind act 3rd sg ὑπό κατανεύω nod assent perf imperat act 2nd sg ὑπό κατανεύω nod assent perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαναπνεύσαντες — ὑπό , ἀνά , ἀπό νέω 1 swim aor part act masc nom/voc pl ὑπό , ἀνά ἀπονεύω bend away from aor part act masc nom/voc pl ὑπό ἀναπνέω take breath aor part act masc nom/voc pl ὑπό ἀναπνεύω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NISYROS — hodie Nisaro Sophiano, in sula parva maris Carpathii, Cariae adiacens, Coo propinqua, a qua avulsa vi fluctuum traditur, quae et Porphyris olim dicta, teste Pliniô l. 5. c. 31. 90. mill pass. a Rhodo in Occasum, vix. 70. a Samnio promontor. in… … Hofmann J. Lexicon universale
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek
ύπτιος — α, ο / ὕπτιος, ία, ον, ΝΜΑ πεσμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα («κατεκλίθη ὕπτιος», Πλάτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ύπτιο α) γραμμ. το σουπίνο β) (αθλ.) η ύπτια κολύμβηση, το ύπτιο κρόουλ αρχ. 1. (για πράγμ.) ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος… … Dictionary of Greek