- ὑπο-ξέω
ὑπο-ξέω (s. ξέω), unten oder ein wenig schaben, glätten, schnitzen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-ξέω (s. ξέω), unten oder ein wenig schaben, glätten, schnitzen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑποξέσῃ — ὑπό ξέω shave aor subj mid 2nd sg ὑπό ξέω shave aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέξεσε — ὑπό , ἐκ ἕννυμι ves aor ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ὑπό , ἐκ ἕζομαι seat oneself aor ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ὑπό ξέω shave aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek