- ὑπο-νέφελος
ὑπο-νέφελος, unter Wolken, Luc. fugit. 25; bewölkt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-νέφελος, unter Wolken, Luc. fugit. 25; bewölkt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερνέφελος — ον, Α αυτός που βρίσκεται πάνω από τις νεφέλες, ύπερνεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. συν νέφελος, ὑπο νέφελος] … Dictionary of Greek
συννέφελος — ον, Α σκεπασμένος με σύννεφα (α. «συννέφελος ἀήρ», Πολυδ. β. «τὰ ἐκ τοῡ οὐρανοῡ συννεφελα ὄντα», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. υπο νέφελος] … Dictionary of Greek