- ὑπο-νοθεύω
ὑπο-νοθεύω, verführen, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-νοθεύω, verführen, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπενόθευον — ὑπό νοθεύω corrupt imperf ind act 3rd pl ὑπό νοθεύω corrupt imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπενοθεύθη — ὑπό νοθεύω corrupt aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπενόθευε — ὑπό νοθεύω corrupt imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπενόθευσε — ὑπό νοθεύω corrupt aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπενόθευσεν — ὑπό νοθεύω corrupt aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπονενόθευται — ὑπό νοθεύω corrupt perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)