- ὑπο-βολεύς
ὑπο-βολεύς, έως, ὁ, der unterlegt, unter den Fuß giebt, Einbläser od. Zuträger, Sp. – Beim Theater der Souffleur, Mein. comm. misc. p. 42; vgl. Plut. reip. ger. praec. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-βολεύς, έως, ὁ, der unterlegt, unter den Fuß giebt, Einbläser od. Zuträger, Sp. – Beim Theater der Souffleur, Mein. comm. misc. p. 42; vgl. Plut. reip. ger. praec. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταβολεύς — καταβολεύς, έως, ὁ (Α) 1. ο ιδρυτής 2. αυτός που καταβάλλει χρήματα, αυτός που πληρώνει 3. στον πληθ. οἱ καταβολεῑς υπάλληλοι που συνέλεγαν τα οφειλόμενα προς το κράτος χρέη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ < καταβάλλω «ιδρύω, καταβάλλω χρήματα» +… … Dictionary of Greek
προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… … Dictionary of Greek