- ὑπο-βαστάζω
ὑπο-βαστάζω (s. βαστάζω), ertragen, unterstützen, v. l. für ὑποστεγάζω bei Aesch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-βαστάζω (s. βαστάζω), ertragen, unterstützen, v. l. für ὑποστεγάζω bei Aesch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπεβάσταζον — ὑπό βαστάζω lift up imperf ind act 3rd pl ὑπό βαστάζω lift up imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… … Dictionary of Greek