- ὑπο-μαστίδιος
ὑπο-μαστίδιος, = ὑπομάζιος, Lob. Phryn. 556.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-μαστίδιος, = ὑπομάζιος, Lob. Phryn. 556.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιμαστίδιος — ἐπιμαστίδιος, ον (Α) (για βρέφος) αυτός που θηλάζει ακόμη («ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι βρέφος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μαστίδιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. υπο μαστίδιος)] … Dictionary of Greek