- ὑπ-οικίζομαι
ὑπ-οικίζομαι, = Vorigem, βῶλον ὑπ οικίσατο Bass. 11 (VII, 372).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-οικίζομαι, = Vorigem, βῶλον ὑπ οικίσατο Bass. 11 (VII, 372).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολοικίζομαι — Μ κατοικούμαι από πολλά άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύς + οἰκίζομαι (< οἶκος)] … Dictionary of Greek