- ὑπο-κείρω
ὑπο-κείρω, von unten abschneiden, allmälig zerfleischen; Plut. de vit. aer. al. 4; ὑποτέμνοντες τοὺς στάχυας καὶ ὑποκείροντες Ael. H. A. 6, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-κείρω, von unten abschneiden, allmälig zerfleischen; Plut. de vit. aer. al. 4; ὑποτέμνοντες τοὺς στάχυας καὶ ὑποκείροντες Ael. H. A. 6, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑποκείρει — ὑπό κείρω kṛṇā´ti aor subj act 3rd sg (epic) ὑπό κείρω kṛṇā´ti pres ind mp 2nd sg ὑπό κείρω kṛṇā´ti pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκείρουσι — ὑπό κείρω kṛṇā´ti aor subj act 3rd pl (epic) ὑπό κείρω kṛṇā´ti pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπό κείρω kṛṇā´ti pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκείρουσιν — ὑπό κείρω kṛṇā´ti aor subj act 3rd pl (epic) ὑπό κείρω kṛṇā´ti pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπό κείρω kṛṇā´ti pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκεῖραι — ὑπό κείρω kṛṇā´ti aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκείρειν — ὑπό κείρω kṛṇā´ti pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκείροντες — ὑπό κείρω kṛṇā´ti pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόρδο — (allium sativum). Φυτό της οικογένειας των Λιλιιδών ή Λειριιδών. Επιστημονικά λέγεται άλιο το εδώδιμο. Είναι γνωστό από παλιά και κατάγεται από την Κεντρική Ασία όπου συναντιέται σαν αυτοφυές. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με βολβό (κεφάλι του σκ.)… … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek