- ὑπο-γείνομαι
ὑπο-γείνομαι (s. γείνομαι), im aor. ὑπεγεινάμην, gebären, Euphorio frg. 61. S. ὑπογίγνομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-γείνομαι (s. γείνομαι), im aor. ὑπεγεινάμην, gebären, Euphorio frg. 61. S. ὑπογίγνομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπεγείνατο — ὑπό γείνομαι y aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)