- ὑπο-σχίζω
ὑπο-σχίζω, unten od. unterhalb einschneiden, od. ein wenig spalten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-σχίζω, unten od. unterhalb einschneiden, od. ein wenig spalten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπεσχισμένα — ὑπό σχίζω split perf part mp neut nom/voc/acc pl ὑπεσχισμένᾱ , ὑπό σχίζω split perf part mp fem nom/voc/acc dual ὑπεσχισμένᾱ , ὑπό σχίζω split perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεσχίζετο — ὑπό σχίζω split imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέσχισται — ὑπό σχίζω split perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek