- ὑπο-σωρεύω
ὑπο-σωρεύω, darunter anhäufen, ausstopfen, Erotian.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-σωρεύω, darunter anhäufen, ausstopfen, Erotian.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σώρευμα — τὸ, ΜΑ [σωρεύω] μσν. συσσώρευση, συγκέντρωση, συνάθροιση αρχ. σωρός, σωρεία («ὑπὸ τῶν παντοδαπῶν σωρευμάτων ἐξαλλομένων τῶν τροχῶν», Ξεν.) … Dictionary of Greek