- ὑπο-σχέθω
(ὑπο-σχέθω, = ὑπέχω, nur aor., s. σχέϑω), ὑπέσχεϑε χεῖρα Il. 7, 188, er hielt die Hand unter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
(ὑπο-σχέθω, = ὑπέχω, nur aor., s. σχέϑω), ὑπέσχεϑε χεῖρα Il. 7, 188, er hielt die Hand unter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑποσχεθέν — ὑπό σχέθω% 2 aor inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέσχεθε — ὑπό σχέθω% 2 aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέσχεθεν — ὑπό σχέθω% 2 aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποέσχεθε — ὑπό σχέθω% 2 aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)