- πεζο-θηρία
πεζο-θηρία, ἡ, Landjagd, Plat. Soph. 223 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεζο-θηρία, ἡ, Landjagd, Plat. Soph. 223 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριομάχης — θηριομάχης, ὁ (Α) αυτός που παλεύει με θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μάχης (< μάχη), πρβλ. πεζο μάχης, φαλαγγο μάχης] … Dictionary of Greek