- πεζο-λογικῶς
πεζο-λογικῶς, adv., in Prosa, prosaisch, Eust. u. a. Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεζο-λογικῶς, adv., in Prosa, prosaisch, Eust. u. a. Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογικός — ή, ό (AM λογικός, ή, όν [λόγος] 1. αυτός που έχει ορθό λόγο, σωστή κρίση, ορθή σκέψη, αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί ορθά (α. «λογικό ον» β. «ο πατέρας μου είναι λογικός άνθρωπος») 2. ο έλλογος, αυτός που ενέχει λογική, που γίνεται σύμφωνα… … Dictionary of Greek