- πεζοθηρικός
πεζοθηρικός, ή, όν, zur Landjagd gehörig, Plat. Soph. 220 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεζοθηρικός, ή, όν, zur Landjagd gehörig, Plat. Soph. 220 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεζοθηρικός — ή, όν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι χερσαίων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + θηρικός (< θηρία < θήρ), πρβλ. ζωο θηρικός] … Dictionary of Greek
πεζοθηρικόν — πεζοθηρικός of masc acc sg πεζοθηρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… … Dictionary of Greek