- ὑπερ-άλιος
ὑπερ-άλιος, über od. an dem Meere, D. Per. 891, in der poet. Form ὑπειράλιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-άλιος, über od. an dem Meere, D. Per. 891, in der poet. Form ὑπειράλιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπειράλιος — ον, Α (επικ. τ.) αυτός που βρίσκεται πάνω στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπείρ, επικ. τ. τού ὑπέρ + άλιος (< ἄλς, ἁλός), πρβλ. ἐν άλιος] … Dictionary of Greek