- ὑπερ-άλλομαι
ὑπερ-άλλομαι (s. ἅλλομαι), darüberweg sprinqen, αὐλῆς ὑπεράλμενον, Il. 5, 138; überspringen, c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο, 20, 327; auch Xen. An. 7, 4, 17 u. Sp., wie Luc. Gymnas. 8, τάφρον 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-άλλομαι (s. ἅλλομαι), darüberweg sprinqen, αὐλῆς ὑπεράλμενον, Il. 5, 138; überspringen, c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο, 20, 327; auch Xen. An. 7, 4, 17 u. Sp., wie Luc. Gymnas. 8, τάφρον 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπεράλλομαι — ΜΑ 1. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι (α. «ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς», Αριστοτ. β. «λέοντα... ἐπ εἰροπόκοις ὀΐεσσιν... αὐλῆς ὑπεράλμενον», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. υψώνομαι πάνω από κάτι, είμαι υπέρτερος (α. «ὑπεράλλομαι θανάτου», Ωριγ. θ.… … Dictionary of Greek