- πεισι-θάνατος
πεισι-θάνατος, zum Sterben beredend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεισι-θάνατος, zum Sterben beredend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεισιθάνατος — η, ο / πεισιθάνατος, ον, ΝΜΑ αυτός που πείθει κάποιον να επιθυμήσει τον θάνατο, που προτρέπει στον θάνατο αρχ. επίθετο τού Ηγησία («παραιβάτης οὗ Ηγησίας ὁ Πεισιθάνατος», Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι (< πείθω, πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ.… … Dictionary of Greek