πεισματικός

πεισματικός

πεισματικός, = πεισμάτιος, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεισματικός, -ή — και ιά, ό πεισματάρικος, αυτός που γίνεται με πείσμα: Πεισματικά λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεισματικός — ή, ό / πεισματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πείσμα, ατος (Ι)] αυτός που επιμένει σταθερά και επίμονα σε κάτι, πεισματάρικος, επίμονος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεισματικά λόγοι ή πράξεις πεισματικές, πείσματα 2. (το ουδ. πληθ. στην αιτ. ως… …   Dictionary of Greek

  • πεισματικῶν — πεισματικός like a cable fem gen pl πεισματικός like a cable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεισματικόν — πεισματικός like a cable masc acc sg πεισματικός like a cable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεισματικοί — πεισματικός like a cable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεισματάρικος — η, ο [πεισματάρης] αυτός που λέγεται ή γίνεται με πείσμα, πεισματικός …   Dictionary of Greek

  • πεισμονικός — ή, όν, Μ [πεισμονή] πεισματικός …   Dictionary of Greek

  • Μπερνάρ, Σάρα — (Sarra Bernhardt, Παρίσι 1844 – 1923). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της εβραϊκής καταγωγής Γαλλίδας ηθοποιού, συγγραφέως και θεατρικής δραματουργού Ανριέτ Ροζέν Μπερνάρ (Henriette Rosine Bernard). Κόρη Εβραίων, οι οποίοι έγιναν μετά καθολικοί, εκδήλωσε …   Dictionary of Greek

  • Χάιν, Γιόχαν — (Hein). Γερμανός φιλέλληνας, από το Ανόβερο. Με την έκρηξη της Επανάστασης ήρθε στην Ελλάδα, όπου πήρε μέρος σε διάφορες μάχες στην Πελοπόννησο και στην Στερεά Ελλάδα. Το 1828 στάλθηκε στην Κρήτη, από την ελληνική κυβέρνηση, ως φρούραρχος της… …   Dictionary of Greek

  • πεισματάρικος — η, ο αυτός που γίνεται ή λέγεται ή φέρεται με πείσμα, ο πεισματικός: Πεισματάρικο παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεισματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που γίνεται με πείσμα, πεισματικός: Πεισματώδης αγώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”