πεισι-χάλῑνος

πεισι-χάλῑνος

πεισι-χάλῑνος, dem Zügel gehorchend, Pind. P. 2, 11, ἅρματα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεισιχάλινος — ον, Α (ποιητ. τ.), αυτός που πείθεται, που υπακούει στον χαλινό, στα ηνία, αυτός που σύρεται εύκολα («ἅρματα πεισιχάλινα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι (< πείθω, πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, + χαλινός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”