πιεσμός

πιεσμός

πιεσμός, , = πίεσις, Hippocr. u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πιεσμός — constraint masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιεσμός — ὁ, Α [πιέζω] 1. η πίεση 2. στον πληθ. οἱ πιεσμοί μτφ. η βία, η ανάγκη, ο εξαναγκασμός τών περιστάσεων …   Dictionary of Greek

  • πιεσμοῖς — πιεσμός constraint masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιεσμοί — πιεσμός constraint masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιεσμούς — πιεσμός constraint masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιεσμῷ — πιεσμός constraint masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιεσμόν — πιεσμός constraint masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

  • τεινεσμός — και τηνεσμός, ο, ΝΑ τάνυσμα, επώδυνη τάση για αφόδευση ή για ούρηση προκαλούμενη από ερεθισμό ή σπασμό τού αντίστοιχου σφιγκτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός όρος σχηματισμένος από το θ. τού ενεστ. τού ρ. τείνω με επίθημα εσμός, πιθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”