- πιεστήριον
πιεστήριον, τό, sc. ὄργανον, Presse, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιεστήριον, τό, sc. ὄργανον, Presse, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιεστήριον — πιεστήριος pressing masc/fem acc sg πιεστήριος pressing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτάγρα — ἡ, Α βασανιστήριο όργανο για τα αφτιά («δακτυλήθρα, ποδοστράβη, πιεστήριον, ῥινολαβία, ὠτάγρα», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ἄγρα (πρβλ. ποδ άγρα)] … Dictionary of Greek