- πειστικός
πειστικός, = Vorigem, Plat. Legg. IV, 723 a u. Sp.; auch im adv., S. Emp. adv. rhett. 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πειστικός, = Vorigem, Plat. Legg. IV, 723 a u. Sp.; auch im adv., S. Emp. adv. rhett. 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πειστικός — persuasive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειστικός — ή, ό / πειστικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει την ικανότητα να πείθει (α. «πειστικά επιχειρήματα» β. «ὁ ἀσαφὴς λόγος οὐκ ἔστι πειστικός», Σέξτ. Εμπ.) αρχ. 1. το θηλ. ἡ πειστική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής πειθούς, η τέχνη τού να πείθει κανείς τους… … Dictionary of Greek
πειστικός — ή, ό αυτός που έχει τη δύναμη να πείθει: Πειστικά επιχειρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πειστικά — πειστικός persuasive neut nom/voc/acc pl πειστικά̱ , πειστικός persuasive fem nom/voc/acc dual πειστικά̱ , πειστικός persuasive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειστικώτερον — πειστικός persuasive adverbial comp πειστικός persuasive masc acc comp sg πειστικός persuasive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειστικόν — πειστικός persuasive masc acc sg πειστικός persuasive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειστικοί — πειστικός persuasive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειστικούς — πειστικός persuasive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειστικωτέρους — πειστικός persuasive masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειστικωτέρως — πειστικός persuasive masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειστικῆς — πειστικός persuasive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)